- διάνοιξη
- η [διανοίγω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού διανοίγω2. διαπλάτυνση, διεύρυνση, πλάτεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάνοιξη — η το άνοιγμα συμπαγούς όγκου πέρα για πέρα: Εργάστηκε για τη διάνοιξη του δρόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διανοίξῃ — διανοίξηι , διάνοιξις opening fem dat sg (epic) διανοίγω lay open aor subj mid 2nd sg διανοίγω lay open aor subj act 3rd sg διανοίγω lay open fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάνοιξη κάψας — Χειρουργική τομή σε μία σωματική κάψα, όπως είναι ο φακός του ματιού, για αφαίρεση καταρράκτη … Dictionary of Greek
διάνοιξη περιτονίας — Χειρουργική διαδικασία για την ανακούφιση της πίεσης των μυών, που πραγματοποιείται με μία τομή στην ταινία ινώδους ιστού που τους περιβάλλει … Dictionary of Greek
γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… … Dictionary of Greek
σχάση — η / σχάσις, εως, ΝΜΑ [σχάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σχάζω, διάνοιξη, τομή σε δύο κυρίως μέρη νεοελλ. 1. ιατρ. η με μαχαιρίδιο διάνοιξη πληγής ή φυσικής οπής για θεραπευτικό σκοπό 2. βιολ. γενική διαδικασία τής οργανικής αναπαραγωγής,… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Λεσέψ, Φερντινάν Μαρί ντε- — (Ferdinand Marie de Lesseps, Βερσαλίες 1805 – Λα Σενέ 1894). Γάλλος διπλωμάτης και μηχανικός. Σε ηλικία 20 ετών μπήκε στη διπλωματική υπηρεσία, υπηρέτησε σε διάφορα προξενεία (Αίγυπτος, Τυνησία, Ισπανία) και τελικά τοποθετήθηκε πρεσβευτής στη… … Dictionary of Greek
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
έκφραξη — η (Α ἔκφραξις) νεοελλ. διάνοιξη φραγμένου πόρου, ξέφραγμα αρχ. ιατρ. διάνοιξη εμφράξεως … Dictionary of Greek